- τενόντιος
- -α, -ο, Ν [τένων, -οντος]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους τένοντες («τενόντιες ίνες»)2. φρ. α) «τενόντια άτρακτος»ανατ. αισθητήριο όργανο τής μυϊκής αίσθησηςβ) «τενόντια έλυτρα»ανατ. ορογόνοι σωληνοειδείς σχηματισμοί με διπλό τοίχωμα οι οποίοι περιβάλλουν ορισμένους τένοντες σε θέσεις που υπόκεινται σε μεγάλες μετατοπίσεις, όπως λ.χ. στους καμπτήρες και εκτείνοντες μυς τών χεριών και τών ποδιών.
Dictionary of Greek. 2013.